- τοιχογυρίζω
- Νπεριτοιχίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοιχογυρίζω — τοιχογύρισα, τοιχογυρίστηκα, τοιχογυρισμένος, περιβάλλω με τοίχο, περιμαντρώνω: Τοιχογύρισα το περιβόλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοιχογύρισμα — το, Ν [τοιχογυρίζω] περιτοίχιση … Dictionary of Greek